Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

«Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις», είναι μια φαινομενικά αθώα ερώτηση που κάνουμε στα παιδιά, θέλοντας να τους ωθήσουμε να έχουν όνειρα και στόχους για τη ζωή. Είναι όμως μια αγχωτική ερώτηση προς τα παιδιά, και σίγουρα προβολική, μια που μεταφέρει τις προσδοκίες των μεγάλων στις επιθυμίες των παιδιών.

Η χαρά της αυτοανακάλυψης στην παιδική ηλικία

Είναι επίσης μια «παροπλισμένη» ερώτηση, σκληρή για τα παιδιά τα οποία ζουν σε μια ρευστή εποχή στην οποία οι προβλέψεις για το μέλλον καθίστανται αβέβαιες. Μα κυρίως είναι μια ερώτηση που περιορίζει τη σκέψη και τη φαντασία των παιδιών στον μονόδρομο της μιας επιλογής. Τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν αναπτύσσουν από πολύ νωρίς διάφορες κλίσεις και εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε διάφορα και διαφορετικά πράγματα.
Έχουν μια έμφυτη τάση να περιεργάζονται τα πάντα και να αναζητούν τον εαυτό τους σε ό,τι κάνουν. Οι κλίσεις τους μπορεί να είναι λίγες ή περισσότερες, αλλά οι κλίσεις, τα ταλέντα, τα ενδιαφέροντα δεν εξαργυρώνονται αποκλειστικά ή αναγκαστικά σε κάποιο επάγγελμα όταν ενηλικιωθούν.

Το ενδιαφέρον επομένως είναι χρήσιμο να μεταφέρεται από το αντικείμενο της δέσμευσης στις δεσμεύσεις για τις «ευθύνες» και την υπεύθυνη συμμετοχή των παιδιών στην καθημερινότητα τους. Το διάβασμα, οι εργασίες στο σπίτι, η συμπεριφορά τους κλπ. έχουν μεγαλύτερη σημασία και αξία από τις έξεις και τις κλίσεις τους, το πως είναι δηλαδή πιο σημαντικό από το που.

Εξάλλου ένα παιδί έχοντας μια βεντάλια επιλογών και επιπλέον την τάση, μόδα των γονιών να επιθυμούν τη συμμετοχή των παιδιών τους σε κάποιες δραστηριότητες, είναι λογικό να δοκιμάζει, να συγκρίνει, να ενθουσιάζεται και να βαριέται με ό,τι καταπιάνεται. Υπάρχουν βεβαίως και κάποια παιδιά, λίγα, με ένα χαρισματικό ταλέντο, πχ στη μουσική, στα μαθηματικά, κ.α. που από μικρά δείχνουν αυτή την κλίση και δουλεύουν πάνω στο ταλέντο τους. Τα περισσότερα όμως θα κάνουν τις αναζητήσεις τους, δίχως αυτό να σημαίνει απαραίτητα πως δεν δεσμεύονται, δεν συγκεντρώνονται κλπ. Αν τους καθρεφτίζουμε κάτι τέτοιο εντείνουμε το άγχος τους.

Σαφώς χρειάζεται να ενδυναμώνουμε τη δυνατότητα των παιδιών να ονειρεύονται, αλλά να τους αφήνουμε και τη δυνατότητα της επιλογής … να έχουν επιλογές. Ειδικά στην εποχή μας που ο άνθρωπος δεν συνδέει τη ζωή του με ένα αποκλειστικά επάγγελμα, ούτε καν διαδοχικά, μια και πολλοί άνθρωποι σήμερα εναλλάσσουν ή ασκούν δύο ή περισσότερα διαφορετικά επαγγέλματα για βιοποριστικούς ή άλλους λόγους.

Η σύγχρονη πραγματικότητα για το εργασιακό μέλλον

Οι ζωές δεν μπορούν να εστιαστούν σε κάτι συγκεκριμένο, διότι οι εξελίξεις στον επαγγελματικό στίβο τρέχουν με ιλιγγιώδες ταχύτητες. Νέα επαγγέλματα δημιουργούνται συνεχώς, η αξία των παλιών αμφισβητείται, ενώ κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το εργασιακό μέλλον.

Η ερώτηση τι θα γίνεις αποκλείει λοιπόν το παιδί από αυτή τη σύγχρονη πραγματικότητα, εξάλλου είναι μια ερώτηση που έρχεται ως φάντασμα από πολύ πίσω, τότε που οι κοινωνίες άλλαζαν με αργούς ρυθμούς και οι άνθρωποι μπορούσαν να προβλέψουν (όσο αυτό γίνεται) ή καλύτερα να φανταστούν το μέλλον. Μοιάζει το ίδιο ευάλωτη η ερώτηση με το τι οικογένεια θα κάνεις, με το που θα ζήσεις κ.ο.κ. δεδομένου πως το κοινωνικό πλαίσιο έχει αλλάξει τόσο πολύ που έχει απομακρυνθεί από την παραδοσιακή κοινωνία όπου οι ζωές των ανθρώπων οριζόταν κυρίως από την κουλτούρα της κοινότητας και κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει εύκολα από το «πεπρωμένο» του: ο γιος του τσαγκάρη μάλλον θα γινόταν τσαγκάρης κι αυτός, όπως κι ο γιος του μανάβη θα γινόταν μανάβης, κ.ο.κ. και οι περισσότεροι θα μένανε στον τόπο τους.

Η μετα-γνώση κι η προσαρμοστικότητα ως πυλώνες του επαγγελματικού εαυτού

Το σημαντικό για ένα παιδί, λοιπόν, δεν είναι τι θα γίνει, αλλά να θέλει να γίνει κάτι κάθε φορά, δηλαδή να μαθαίνει να μαθαίνει και πώς να μαθαίνει, να αγαπά τη μάθηση και να μαθαίνει πώς να την κατακτά, να εμποτιστεί με την αγάπη και το πάθος για ό,τι καταπιάνεται και να το κάνει με δέσμευση για όσο το κάνει. Να έχει τον ενθουσιασμό για κάθε νέο που ξεκινά και τη δυνατότητα να τολμά διαφορετικά πράγματα, κουβαλώντας παράλληλα από το κάθε τι που κάνει την εμπειρία του στο επόμενο βήμα.

Τίποτα δεν πάει χαμένο, εκτός αν έτσι το ορίσουμε εμείς, γι’ αυτό το σημαντικό είναι να συζητάμε με τα παιδιά για τις εμπειρίες τους από όλα όσα κάνουν, προκειμένου να τους βοηθάμε να ορίσουν ένα πεδίο μετα-γνώσης, δηλαδή ένα πεδίο βιωμένων εμπειριών που θα τροφοδοτεί την ενέργειά τους για τα επόμενα πεδία.
Να τους βοηθήσουμε να αναπτύσσουν την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε διαφορετικά περιβάλλοντα και να είναι ευέλικτοι, να αντέχουν την αβεβαιότητα και να ορίζουν τον εαυτό τους ανεξάρτητα από τις συνθήκες.

Όταν οι συνθήκες τρέχουν πολύ, οι άνθρωποι χρειάζεται να είναι περισσότερο ανθεκτικοί, ευπροσάρμοστοι, να μαθαίνουν γρήγορα και να αναπτύσσουν συνθετική κρίση. Να μπορούν να είναι διαλογικοί και να συνθέτουν τις εσωτερικές τους φωνές σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο εαυτό.

Η έννοια της προσαρμοστικότητας ως έννοια παρεξηγημένη παλιότερα, διότι παρέπεμπε στην ιδιότητα του χαμαιλέοντα, είναι σήμερα μια από τις βασικές αξίες, ικανότητες και δεξιότητες που μπορεί να αναπτύξει ένα παιδί.
 
Αυτό σημαίνει πως κάποιος δεν μπορεί να είναι καλός μόνο σε κάτι αποκλειστικά, αλλά καλός στο να μαθαίνει, να συνθέτει και να αξιοποιεί αυτές τις γνώσεις και τις νέες συνθέσεις για να δημιουργήσει το επόμενο βήμα του.
Ακόμη κι αν ένα παιδί έχει μια αδιαμφισβήτητη κλίση ή ένα μεγάλο ταλέντο ή αργότερα ως έφηβος και ενήλικος επιλέξει να εξειδικευτεί σε αυτό το ταλέντο, πάλι θα χρειαστεί να λειτουργεί περισσότερο συνθετικά, να εξελίσσεται δυναμικά στο αντικείμενό του και να συνδέει λειτουργικά τον επαγγελματικό του εαυτό με τη ζωή του, να δημιουργεί δηλαδή τις προϋποθέσεις να είναι ευτυχισμένος.

Ρωτήστε λοιπόν τα παιδιά «τι σου αρέσει να κάνεις;»
 
Αρθρογράφος: Γεώργιος Γιαννούσης: Ψυχοθεραπευτής, Οικογενειακός θεραπευτής, Επιστημονικός Υπεύθυνος στο Ινστιτούτο εφαρμοσμένης συμβουλευτικής & ψυχοθεραπείας - ΝΗΜΑ.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: Πύλη Ψυχολογίας – Psychology.gr